ῥαγῶν

ῥαγῶν
ῥᾱγῶν , ῥάξ
grape
fem gen pl
ῥάγος
neut gen pl (attic epic doric)
ῥαγή
fem gen pl
ῥαγόω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ῥαγόω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ῥαγόω
pres part act masc nom sg
ῥαγόω
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥάγων — ῥαγόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ῥαγόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • συσσήπω — ΜΑ [σήπω] κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.) αρχ. διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”